- ἀνδρεικέλων
- ἀνδρείκελονimage of a manneut gen plἀνδρείκελοςlike a manmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
φασουλής — Το κύριο πρόσωπο του ελληνικού λαϊκού θεάτρου ανδρείκελων. Ο Φ. είναι ασχημοπρόσωπος, συνήθως μονόφθαλμος, με μεγάλη μύτη και φορά φέσι με μακρύ θύσανο. Ανάλογα πρόσωπα υπάρχουν και στα λαϊκά θέατρα ανδρείκελων και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως ο… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek
Κουίσλινγκ, Βίντκουν Αμπραάμ Λάουριτς — (Vidkun Abraham Lauritz Quisling, Τέλεμαρκ 1887 – Όσλο 1945). Νορβηγός πολιτικός, πρωθυπουργός της Νορβηγίας (1942 45). Υπήρξε ταγματάρχης του νορβηγικού στρατού και εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του Β’… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ντε Κίρικο, Τζόρτζιο — (Giorgio de Chirico, Βόλος, Ελλάδα 1888 – 1978). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στο Μόναχο, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα ρομαντικά, φασματικά και ονειρικά τοπία του Άρνολντ Μπέκλιν. Το 1911, ύστερα από σύντομη, διαμονή… … Dictionary of Greek